Skip links

Ο προϋπολογισμός που παίρνει 10 και υπόσχεται να επιστρέψει 1*

O προϋπολογισμός του 2019 αποτυπώνει την αποτυχία του λεγόμενου ολιστικού προγράμματος, το οποίο έχουν σταματήσει να επικαλούνται ακόμη και οι συντάκτες του. Είναι ένας έντονα αντιαναπτυξιακός προϋπολογισμός όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Οι αισιόδοξες προβλέψεις του κ. Τσακαλώτου χρόνια τώρα, δεν επαληθεύτηκαν και δεν θα επαληθευθούν και για το 2019, γιατί πολύ απλά δεν συνοδεύονται από πολιτικές που θα οδηγήσουν στην επίτευξη τους.

Θυμίζω ότι το 2014 είχαμε ξεφύγει από τα ελλείμματα πετυχαίνοντας ανάπτυξη 0,7%, η οποία ξαναγύρισε σε ύφεση, με τις πολιτικές επιλογές Τσίπρα, Βαρουφάκη και οι ρυθμοί ανάπτυξης για τα έτη 2016-2018 ήταν υποπολλαπλάσιοι αυτών που θα είχαμε πετύχει, χωρίς τις αυταπάτες, τις ιδεοληψίες και τους τυχοδιωκτισμούς του κ. Τσίπρα.

Συγκεκριμένα ως το τέλος του 2018 οι έλληνες θα αποκτούσαν σωρευτικά επιπλέον εισόδημα περίπου 57 δισ. € η περίπου 3400 ευρώ για κάθε χρόνο αυτής της τετραετίας κατά μέσο όρο κάθε νοικοκυριό.

Αλλά αυτά δεν είναι τα μόνα που κόστισαν στους Έλληνες οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Πληρώσαμε σωρευτικά σε αυτά τα 4 χρόνια περίπου 20,7 δισ. € πρόσθετα μέτρα του Τρίτου και αχρείαστου Μνημονίου. Αυτά σημαίνουν πρόσθετο ετήσιο κόστος 1200 ευρώ για κάθε νοικοκυριό από περικοπές συντάξεων και κοινωνικών πόρων αλλά πρωτίστους από τις φορολογικές επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στο 70% των μέτρων.

Ο Προϋπολογισμός του 2019 όχι μόνο συνεχίζει όλα αυτά τα μέτρα αλλά τα επιδεινώνει σε βάρος των αδυνάτων. Το 2019 για κάθε ένα 1 ευρώ που θα πληρώσουν από τη μία τσέπη οι πολίτες ως φόρο για το εισόδημα και την περιουσία τους το κράτος θα τους πάρει άλλο 1,5 € από την άλλη τσέπη σε έμμεσους φόρους. Αυτή η δυσαρμονία έμμεσων και άμεσων φόρων βαίνει αυξανόμενη κάθε χρόνο μετά από το 2014. Το μάρμαρο φυσικά το πληρώνουν τα μικρομεσαία νοικοκυριά από τα οποία οι έμμεσοι φόροι αφαιρούν συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό εισοδήματος από ότι από τα νοικοκυριά με μεγαλύτερης αξίας εισόδημα ή περιουσία.

Αλλά η αδικία εις βάρος των αδυνάτων είναι προφανής και στον Κοινωνικό Προϋπολογισμό όπου αποτυπώνει για ακόμη μια φορά τη «Γκουέρνικα» που έχει διαμορφωθεί από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο επίπεδο των συντάξεων. Το 2019 παρά την τη διατήρηση της προσωπικής διαφοράς συνεχίζεται η περικοπή των συντάξεων των νέων συνταξιούχων, των επικουρικών, οι μικροσυνταξιούχοι έμειναν χωρίς ΕΚΑΣ και οι συντάξεις χηρείας είναι ευτελή επιδόματα.

Κατά συνέπεια η συνταξιοδοτική δαπάνη προϋπολογίζεται 275 εκ. € λιγότερη σε σχέση με το 2018 ενώ η φαρμακευτική δαπάνη, καθώς και η δαπάνη για παροχές ασθένειας του ΕΟΠΥΥ και τα επιδόματα ανεργίας του ΟΑΕΔ προβλέπεται να μειωθούν κατά 470 εκ. €.

Είναι βέβαια προεκλογικός, ο τελευταίος προϋπολογισμός αυτής της κυβέρνησης, αφού τα κριτήρια για την διαχείριση των διατιθέμενων ποσών που προέρχονται από την υπερφορολόγηση, γίνονται με βάση την πελατειακή αντίληψη. Συνεχίζει βέβαια στο μοτίβο της υπερφορολόγησης να παίρνει 10 και να υπόσχεται να επιστρέψει 1.

Αντί λοιπόν να κατευθύνει παραγωγικά και βέβαια με κοινωνική ευαισθησία τις οικονομικές δυνατότητες προκειμένου να παραχθεί και να αναπαραχθεί νέος πλούτος, τους αναλώνει συντηρώντας τον φαύλο κύκλο της υπερφορολόγησης και της συνεχούς φτωχοποίησης των μικρομεσαίων.

Παράλληλα συνεχίζεται η υποχρηματοδότηση των * νοσοκομείων με περαιτέρω περικοπή κατά 79 εκ.€ ενώ είναι προφανές το κυβερνητικό βατερλό στην πρωτοβάθμια φροντίδας υγείας. Από την άλλη  η ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής είναι ενδεικτική της σκόπιμου εγκλωβισμού στην παγίδα φτώχιας στην οποία έχουν στήσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για ένα κομμάτι των πιο αδύναμων συμπολιτών μας.

Η έξοδος από το τέλμα στο οποίο κρατούν καθηλωμένη τη χώρα οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απαιτεί ένα επενδυτικό ΣΟΚ, το οποίο προφανώς δε μπορεί να προκληθεί από την παρούσα Κυβέρνηση, η οποία από τη μία περικόπτει το Πρόγραμμα Δημοσίων με λιγότερες δημόσιες επενδύσεις κατά 550 εκ. € από τη σχετική πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής από την άλλη εκχώρησε δια του Υπερταμείου στον τοποτηρητή των πιστωτών κ. Λε Παπ το βασικό εργαλείο της κάθε Κυβέρνηση για προσέλκυση επενδύσεων  που είναι η δημόσιας περιουσίας. Αλλά πώς να προκαλέσει εμπιστοσύνη σε επνδυτές ο κ. Τσίπρας όταν δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους ίδιους τους έλληνες πολίτες οι οποοίοι δεν έχουν επιστρέψει καταθέσεις ύψους 30 δις από αυτές που είχαν στα τέλη του 2014 στις τράπεζες και τις απέσυραν όταν οι κκ ΤΣιπρας – Βαρουφάκης οδήγησαν τη χώρα στο γκρεμό.

Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι χρειάζεται αλλαγή πολιτικής και αυτό προϋποθέτει πολιτική αλλαγή. Μια πολιτική αλλαγή όμως που δεν θα επιβραβεύσει τη Νέα Δημοκρατία που προκάλεσε το διάστημα 2004-2009 το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμα στην οικονομική ιστορία του Δυτικού Κόσμου και στη συνέχεια φλέρταρε με τον εθνικολαϊκισμό των πλατειών έως το 2012 αλλά και σήμερα παραμένει παρά τις μοντέρνες κορώνες που εκστομίζει ο κ. Μητσοτάκης, προσκολημένη στην αντίληψη ότι οι ισχυροί μπορούν να ρυθμίσουν τα πάντα. Χρειάζεται μια πολιτική αλλαγή θα που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τις υπεύθυνες δυνάμεις με προοδευτικές αξίες και ιδέες που γέμισαν τις καλύτερες σελίδες της μετολιτευτικής ιστορίας και στάθηκαν υπεύθυνα στην κρίση χωρίς να λογαριάζουν το πολιτικό κόστος.

Το Κίνημα Αλλαγής έχει επεξεργαστεί το Σχέδιο Ελλάδα για την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη με πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα ανασυγκροτήσουν την οικονομία αλλά και την κοινωνία. Μ’ αυτό το σχέδιο θα απευθυνθούμε στους πολίτες και θα ζητήσουμε ισχυρή εντολή για να παίξουμε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.

*Δημοσιεύθηκε στις 04/12/2018 στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ

Μοιραστείτε:
Σχετικά νέα
Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας.
Explore
τράβα