Ομιλία του Βουλευτή Βασίλη Κεγκέρογλου στις 11/09/2008 στη συζήτηση επί των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Ενίσχυση της διαφάνειας του Κρατικού Προϋπολογισμού, έλεγχος των δημοσίων δαπανών, μέτρα φορολογικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις».
Η σύγκριση δεν γίνεται σήμερα, της Ελλάδας με τη Γερμανία. Έγινε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Είπε ο Πρωθυπουργός ότι η Ελλάδα έχει σημαντικά επιτεύγματα στον οικονομικό τομέα, που ξεπερνούν αυτά των χωρών της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μας είπε όμως εάν δώσει έστω με υποσχετική τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, κ. Αλογοσκούφη, σ’ αυτές τις χώρες μήπως και δουν άσπρη μέρα. Αυτή είναι η άποψη του κ. Καραμανλή και με βάση αυτήν τοποθετούνται και οι Υπουργοί σε αυτήν την Αίθουσα.
Όμως, αυτό που ενδιαφέρει εμάς είναι η πορεία της χώρας. Έχει γίνει πολλή συζήτηση σε αυτήν την Αίθουσα. Ο Υπουργός Οικονομίας έφερε πίνακες, στοιχεία, νούμερα, ποσοστά για να αποδείξει ότι δούλεψε πολύ περισσότερο και είχε καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι όλες οι άλλες κυβερνήσεις σε αυτόν τον τόπο.
Ένα είναι το αμείλικτο ερώτημα, στο οποίο πέρα από νούμερα και ποσοστά θα κληθεί και καλείται η Κυβέρνηση και σήμερα να απαντήσει, ένα ερώτημα την απάντηση του οποίου ο κάθε πολίτης τη γνωρίζει με τον καλύτερο τρόπο. Ποια ήταν η θέση της Ελλάδας, ποια ήταν η θέση του Έλληνα πολίτη το 2004 και ποια είναι σήμερα; Πέρα από νούμερα, ποσοστά, δείκτες και οτιδήποτε άλλο. Πραγματικά το 2004 κανείς δεν ισχυρίζεται ότι είχαν λυθεί όλα τα προβλήματα. Όμως, είχαμε μια χώρα που ήξερε να σχεδιάζει, που έθετε υψηλούς στόχους, δούλευε και ήξερε να τους πετυχαίνει. Είχαμε μια χώρα που παρείχε ασφάλεια στους πολίτες, που παρείχε συνθήκες βεβαιότητας για το αύριο. Και αυτό γιατί η Κυβέρνηση, τα κυβερνητικά στελέχη, όλοι δούλευαν στην κατεύθυνση αυτή. Δεν έκαναν real estate. Αυτή είναι η διαφορά μας από τότε μέχρι σήμερα.
Η θέση της Ελλάδας πραγματικά το 2004 μέχρι σήμερα έχει δυστυχώς οπισθοχωρήσει και στο διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Εννιά θέσεις πήγαμε πίσω μόνο πέρυσι στο δίκτυο ανταγωνιστικότητας. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι χρόνο με το χρόνο η παραγωγική βάση της χώρας αποσαθρώνεται.
Ως προς τους πολίτες τώρα, δύο μόνο στοιχεία. Το δημόσιο χρέος το οποίο αντιστοιχούσε το 2004 και το δημόσιο χρέος που αντιστοιχεί το 2007 για τον κάθε πολίτη είναι κατά 7.000 ευρώ αυξημένο. Ο κ. Αλογοσκούφης και η Κυβέρνηση χρέωσε 7.000 ευρώ επιπλέον με κρατικό χρέος τον κάθε πολίτη.
Δεύτερο στοιχείο, το κόστος ζωής. Το κόστος ζωής για κάθε οικογένεια αυξήθηκε κατακόρυφα. Αν λάβουμε υπόψη μας όλες τις αυξήσεις στο εισόδημα μιας τετραμελούς οικογένειας και συγκρίνουμε και συνδυάσουμε με την αύξηση του κόστους ζωής, θα δούμε ότι 550 ευρώ αυξήθηκε το κόστος ζωής για μια τετραμελή οικογένεια αυτά τα τέσσερα χρόνια στη χώρα μας.
Αυτή είναι η νέα θέση στην οποία οδήγησε τη χώρα και τον πολίτη η χώρα. Και γιατί οδηγηθήκαμε εδώ; Οδηγηθήκαμε γιατί από τη μια μεριά δεν υπήρξε μια αποτελεσματική οικονομική πολιτική που να υπηρετεί στόχους βιώσιμης και περιφερειακής ανάπτυξης και από την άλλη όλοι οι μηχανισμοί διαχείρισης του πλούτου που παράγεται στη χώρα διαχειρίστηκαν τον πλούτο υπέρ των ολίγων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στον οικογενειακό προϋπολογισμό που δεινοπαθεί αυτές τις μέρες και με το άνοιγμα των σχολείων γίνεται ακόμα οξύτατο πρόβλημα μεταφέρθηκε σημαντικό κόστος για τις δαπάνες υγείας και παιδείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτή η επιβάρυνση είναι που τη νοιώθει πολύ βαριά ο κάθε ένας Έλληνας πολίτης, ο κάθε οικογενειάρχης.
Ο προϋπολογισμός, το φορολογικό σύστημα εκφράζουν τη γενικότερη φιλοσοφία μιας κυβέρνησης για την κοινωνία που επιδιώκει. Αποτελούν τους βασικούς κανόνες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Μπορούν να υλοποιήσουν προτεραιότητες για τη χώρα όπως είναι η βιώσιμη ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή. Μπορούν να προωθήσουν ή να ανακόψουν την περιφερειακή ανάπτυξη και τον ουσιαστικό ρόλο των τοπικών κοινωνιών, κυρίως όμως λειτουργούν ως βασικοί μηχανισμοί διαχείρισης του πλούτου που παράγεται στη χώρα μας.
Η συγκέντρωση του πλούτου από τη μια και η αναδιανομή του πλούτου από την άλλη είναι δύο διαφορετικές επιλογές που εκφράζουν την κυβέρνηση ανάλογα με τη φιλοσοφία της και ανάλογα με το ποιες κοινωνικές δυνάμεις θέλει να υπηρετήσει.
Η Νέα Δημοκρατία αφού αποτίναξε το γνωστό προεκλογικό κοινωνικό προσωπείο επανήλθε μετά τις εκλογές, από το 2004 ήδη στη γνωστή παραδοσιακή γραμμή. Ποια ήταν η γνωστή παραδοσιακή γραμμή της συντηρητικής παράταξης με το όποιο όνομα εκφράστηκε στη χώρα μας; Ήταν συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων, στήριξη των λίγων και ισχυρών με κάθε τρόπο και ψίχουλα ενίοτε στους πολλούς ως δόλωμα, κυρίως προεκλογικά.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η χώρα μας που διατηρεί κατά την κυβέρνηση ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% και που είναι αποτέλεσμα της κεκτημένης ταχύτητας που είχε αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να τις απομειώσει στη χώρα μας το κοινωνικό μέρισμα απ’ αυτή την ανάπτυξη αναζητείται. Το κοινωνικό μέρισμα απ’ αυτή την ανάπτυξη δεν πάει και δεν διαχέεται σε όλους τους Έλληνες, δεν αξιοποιείται για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Ο πλούτος που παράγεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης κατευθύνεται στους λίγους και ισχυρούς. Η οικονομική θέση των πολλών συνεχώς αδυνατίζει, οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονται και διευρύνονται. Οι πολίτες νοιώθουν απροστάτευτοι, διακατέχονται συνεχώς και από μεγαλύτερη ανασφάλεια. Τα νέα φοροεισπρακτικά μέτρα είναι ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση. Η κυβέρνηση απευθύνεται ξανά στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματα που δημιουργήθηκαν στον προϋπολογισμό από την αδιέξοδη πολιτική της προκειμένου να καλύψει τις ζημιές του δημοσίου από την λαφυραγώγηση του κράτους και της δημόσιας περιουσίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αντί να προστατεύσει τη δημόσια περιουσία, αντί να περιστείλει τις σπατάλες και τη λαφυραγώγηση που γίνεται στο κράτος, προχωρεί σε νέα αφαίμαξη από τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Θα αναφερθώ μόνο στην ιατροφαρμακευτική δαπάνη που διπλασιάστηκε από το 2003 μέχρι το 2007, χωρίς να διπλασιαστεί η ποιότητα σε καμία περίπτωση των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Οι φαρμακοβιομηχανίες δημιούργησαν υπερκέρδη. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Φαίνεται από τους ισολογισμούς, φαίνεται από όλα τα στοιχεία. Υποτίθεται ότι η κατάργηση της λίστας συνοδεύτηκε και από την επιβολή 4% στις φαρμακοβιομηχανίες που έπρεπε να δίνουν στα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό το 4% τα τρία χρόνια αντιστοιχεί σε 150 εκατομμύρια ευρώ που έπρεπε να τα αποδώσουν προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό το ποσό ποιος θα το καταβάλει; Πάλι ο κρατικός προϋπολογισμός θα κληθεί; Πάλι τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα θα κληθούν να πληρώσουν και αυτή τη διευθέτηση της κυβέρνησης με τους έχοντες και κατέχοντες, με τους φαρμακοβιομήχανους; Όχι. Δεν πρέπει να γίνει αυτό. Οι Έλληνες πολίτες έχουν πειστεί πια ότι η κυβέρνηση είναι όχι μόνο αδύναμη να υλοποιήσει πραγματικές μεταρρυθμίσεις, πέρα από τα ονομαστικά που επαίρεται, που θα φέρουν αλλαγές σ’ αυτό τον τόπο, η καραμέλα άλλωστε των μεταρρυθμίσεων έχει λιώσει προ πολλού, αλλά βλέπουν ότι όσο παραμένει σ’ αυτό τον τόπο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τόσο τα πράγματα χειροτερεύουν.
Οι πολίτες προσβλέπουν πλέον στο ΠΑ.ΣΟ.Κ και στο Γιώργο Παπανδρέου για να ανοίξει έναν άλλο δρόμο για τη δίκαιη κοινωνία.