«Οι ανάγκες της χώρας και των πολιτών, απαιτούν μια κυβέρνηση εθνικής Ενότητας που θα έχει τη μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή και κοινοβουλευτική υποστήριξη», δήλωσε ο Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ν. Ηρακλείου Βασίλης Κεγκέρογλου στη διάρκεια τηλεοπτικής του παρουσίας. Και επισήμανε πως αυτό που χρειάζεται είναι Εθνική Συνεννόηση. «Με αλήθεια και υπευθυνότητα πρέπει να κινηθούμε από εδώ και πέρα, με γνώμονα το συμφέρον της χώρας και των πολιτών.
Η προσπάθεια που γίνεται είναι να υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σύμπραξη, συμπόρευση, συστράτευση στο χώρο της Κεντροαριστεράς, έτσι ώστε να είμαστε πιο δυνατοί για να συμβάλλουμε σε λύσεις για τη χώρα και τους πολίτες. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τι έχει ανάγκη η χώρα και οι πολίτες σήμερα. Στις 21 του μήνα να δούμε τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε. Προφανώς δεν μπορεί να υλοποιηθεί κανένα από τα δήθεν προγράμματα που εμφανίζονται μέχρι στιγμής από άλλα κόμματα.
Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση, η οποία στη βάση μιας εθνικής και κοινωνικής συμφωνίας θα μπορέσει να βάλει τα θέματα σε επαναδιαπραγμάτευση (υπερφορολόγηση αγροτικού τομέα, διάλυση των επιχειρήσεων κτλ). Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο μια κυβέρνηση εθνικής Ενότητας που θα έχει τη μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή και κοινοβουλευτική υποστήριξη», είπε χαρακτηριστικά.
Ενώ μιλώντας για το ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε μεταξύ άλλων:
«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πλέον παλαιοκομματικό κόμμα σήμερα. Έχει πάρει όλα τα κακά του παλιού πολιτικού συστήματος και προσπαθεί να παρουσιαστεί ως νέο. Και ποιο είναι το βασικό στοιχείο του παλαιοκομματισμού; Άλλα λες προεκλογικά, άλλα λες μετεκλογικά. Το τρίτο μνημόνιο και τα μέτρα συνολικού ύψους 14 δις ευρώ, δεν ήταν υποχρεωτικά για τη χώρα. Ήρθαν ως αποτέλεσμα της αδιέξοδης στρατηγικής διαπραγμάτευσης του κ. Τσίπρα και του κ. Βαρουφάκη.
Ο κ. Τσίπρας είπε σε συνέντευξη ότι παρακολουθούσε τους εταίρους την ώρα που μιλούσε ο Υπουργός Οικονομικών και διαπίστωσε ότι δεν τον άκουγαν. Αυτή ήταν η σκληρή διαπραγμάτευση. Το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης είναι το τρίτο μνημόνιο, η αποσάθρωση της οικονομίας, το κλείσιμο των τραπεζών. Συνέπειες που δεν είναι αυτομάτως αντιμετωπίσιμες μετά τις εκλογές».