Το νέο κύμα ακρίβειας σε συνδυασμό με τα φαινόμενα κερδοσκοπίας οδηγούν τους καταναλωτές σε αδιέξοδο.
Όλες οι αυξήσεις στα βασικά καταναλωτικά είδη και τις υπηρεσίες είναι πολύ πάνω από τον πληθωρισμό και φέρνουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς σε αδιέξοδο. Οι αυξήσεις στα 150 είδη ευρείας κατανάλωσης φτάνουν το 13%.
Ενώ οι τιμές παραγωγού των αγροτικών προϊόντων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, το αγροτικό κόστος έχει αυξηθεί κατά 20 % και ταυτόχρονα ο καταναλωτής καλείται να πληρώσει, ακόμα και στις λαϊκές, πολύ περισσότερα από πέρυσι.
Τα σχολικά είδη επιβαρύνθηκαν με αυξήσεις ως 8%, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένονται νέες αυξήσεις σ’ όλα τα καταναλωτικά είδη και τις υπηρεσίες.
Το Υπουργείο Ανάπτυξης αρνείται πεισματικά την παρέμβαση στην αγορά, κρύβεται πίσω από την προεκλογική δήλωση ότι δεν κάνει «συμφωνίες κυρίων» και αποδίδει την κατάσταση αποκλειστικά στις διεθνείς χρηματιστηριακές τιμές πετρελαίου.
Ταυτόχρονα όμως πυροδοτεί και συνδράμει την ακρίβεια με τις αυξήσεις σε ΕΡΤ και ΔΕΗ, αφού επιβάρυνε με 79 εκατ. ευρώ επί πλέον από πέρυσι (αύξηση 30 %) τα ελληνικά νοικοκυριά για την ΕΡΤ μέσω των 6.580.000 λογαριασμών και προχώρησε σε σοβαρή αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ μέχρι και 6%.
Το επιχείρημα ότι σε ορισμένες κατηγορίες οι αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ είναι μικρότερες, είναι έωλο ως αστείο. Η βιομηχανία, οι μεγάλες εισαγωγικές εμπορικές επιχειρήσεις και οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών θα μετακυλίσουν τις αυξήσεις έως και 6% στον καταναλωτή και μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό, λόγω της αδυναμίας του Υπουργείου για ελέγχους στην αγορά.
Η αφαίμαξη του εισοδήματος των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των αγροτών και των μικροεπιχειρηματιών έχει οδηγήσει στην πλήρη ανατροπή των οικογενειακών προϋπολογισμών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την ΕΣΥΕ στα 43 από τα 48 αγαθά – υπηρεσίες που μετρά σημειώθηκαν αυξήσεις μεταξύ Ιουνίου 2004 και Ιουνίου 2005, ενώ στα 31 από τα 48 οι αυξήσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες του πληθωρισμού.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται σε αριθμούς, από την αδυναμία των ελληνικών νοικοκυριών να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες και υποχρεώσεις.
Έτσι το ένα στα δύο νοικοκυριά χρωστά στις τράπεζες ενώ το ένα τρίτο (1/3) των νοικοκυριών δαπανά το μισό του μηνιαίου εισοδήματος για την αποπληρωμή δανείων.
Η συγκεχυμένη πολιτική της Κυβέρνησης στο θέμα της φορολόγησης του πετρελαίου συνεχίζεται και μάλιστα εντείνεται λόγω της διαρχίας (Υπ. Ανάπτυξης – Υπ. Οικονομίας & Οικονομικών) και στο θέμα του επιδόματος θέρμανσης.
Η καταβολή γενναίου επιδόματος θέρμανσης, παρ’ ότι δε λύνει το πρόβλημα, θα αποτελούσε μια ανάσα για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Το οικονομικό κόστος της χορήγησης του επιδόματος μπορεί να καλυφθεί από τα 500 και πλέον εκατομμύρια € που εισέπραξε το κράτος από την άνοδο των τιμών πετρελαίου.
Η γενικότερη οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης, η οικονομική κρίση που έχει καταλάβει τα νοικοκυριά, οι αυξήσεις που σημειώνονται καθημερινά στα είδη βασικών αναγκών και η αβεβαιότητα για το αύριο, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των μισθών και την πραγματική μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων και των αγροτών, οδηγούν την αγορά σε μια πρωτοφανή για τα τελευταία χρόνια κρίση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, η αγορά ασφυκτιά. Οι ακάλυπτες επιταγές και οι απλήρωτες συναλλαγματικές στο 1ο 7μηνο του 2005 έφτασαν τα 942 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας ρεκόρ 6ετίας. Η αύξηση είναι 55,1% σε σχέση με το 2004 και 73% σε σχέση με το 2003.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση η Κυβέρνηση φαίνεται αδύναμη να αναλάβει πρωτοβουλίες και να πάρει μέτρα προκειμένου να ανατρέψει τη δυσμενή πορεία των πραγμάτων για τα νοικοκυριά και την αγορά.
Η αδυναμία αυτή αντανακλά στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, που ετοιμάζεται να ξαναεκφωνήσει στη Δ.Ε.Θ. τις προγραμματικές του δηλώσεις.
Βασίλης Κεγκέρογλου
Βουλευτής ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ηρακλείου